αγαπίζω — αγαπίζω, αγάπισα βλ. πίν. 33 Σημειώσεις: αγαπίζω : σημαίνει κυρίως συμφιλιώνομαι (και σπάνια συμφιλιώνω). Δεν πρέπει να γίνεται σύγχυση με τους αοριστικούς τύπους του αγαπώ (επιτέλους αγαπίσανε μετά τόσους καβγάδες, αλλά: ποτέ δεν αγαπήσανε… … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αγαπίζω — αγάπισα 1. μτβ., συμφιλιώνω: Ήταν να σκοτωθούνε και τους αγάπισαν. 2. αμτβ., συμφιλιώνομαι: Καμιά φορά μαλώνουν, αλλά γρήγορα αγαπίζουν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αγάπισμα — το [αγαπίζω] συμφιλίωση, συνδιαλλαγή … Dictionary of Greek
αγαπώ — ( άω) (Α ἀγαπῶ) 1. αισθάνομαι στοργή, συμπάθεια ή φιλία για κάποιον 2. επιθυμώ, μού αρέσει κάτι 3. αγαπώ ερωτικά, ερωτεύομαι νεοελλ. 1. νιώθω ευχαρίστηση με κάτι, έχω κλίση σ’ αυτό 2. μέσ. αγαπιέμαι γίνομαι αξιαγάπητος αρχ. 1. εκλιπαρώ, ικετεύω,… … Dictionary of Greek
αναγάπιστος — η, ο [αγαπίζω] αυτός που δεν συμφιλιώθηκε ή δεν συμφιλιώνεται, αφίλιωτος … Dictionary of Greek